- δωρικός
- -ή, -ό (AM δωρικός, -ή, -όνΑ και δωριακός, -ή, -όν)1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν»)2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ.1. «δωρικός κίων, δωρική κολόνα»2. «δωρικός ναός, ρυθμός» — αρχιτεκτονικός ρυθμός τής ελληνικής αρχαιότητας χαρακτηριστικός για την οργανική συνοχή τών μελών του μεταξύ τους και προς το σύνολο, για την αρμονική αντίθεση στηριζόντων και στηριζόμενων μελών, καθώς και την αγαλματικότητά του3. «δωρικοὶ ἔρωτες» — ομοφυλοφιλικές σχέσεις αντρών.
Dictionary of Greek. 2013.